εύτηκτος

εύτηκτος
-η, -ο (Α εὔτηκτος, -ον)
1. αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔτηκτο(ν)
η ευτηξία, η εύκολη τήξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τηκτός (< τήκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εύτηκτος — η, ο αυτός που λιώνει εύκολα: Εύτηκτο μέταλλο (αντίθ. δύστηκτος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὔτηκτον — εὔτηκτος easily melted masc/fem acc sg εὔτηκτος easily melted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτηκτότερα — εὔτηκτος easily melted neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτήκτου — εὔτηκτος easily melted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • удоботаяй — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  прич. (греч. εὔτηκτος) легко тающий. … …   Словарь церковнославянского языка

  • ευδίετος — εὐδίετος, ον (Α) αυτός που λειώνει εύκολα, ο εύτηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διετος (< δίιημι «αφήνω να περάσει, μουλιάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ευτηξία — η (Α εὐτηξία) [εύτηκτος] η ιδιότητα τού ευτήκτου, το να λειώνει κάτι εύκολα …   Dictionary of Greek

  • τηκεδανός — όν, Α 1. αυτός που τήκεται εύκολα, εύτηκτος 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηκεδανοῑο τηκομένου, τήκοντος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τήκω, κατά τα επίθ. σε δανός (πρβλ. τυφε δανός)] …   Dictionary of Greek

  • τηκτός — ή, ό / τηκτός, ή, όν, ΝΜΑ [τήκω] αυτός που μπορεί να τηχθεί, να λειώσει, εύτηκτος, ευδιάλυτος (α. «τηκτά μέταλλα» β. «οὐδὲ τηκτὸν εὔτηκτον κρυσταλλοειδὲς γένος τροφῆς», ΠΔ γ. «σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα», Πλατ.) αρχ. 1. αυτός που έχει τηχθεί,… …   Dictionary of Greek

  • υπερευτηκτοειδής — ές, Ν (χημ. μεταλργ·) 1. χαρακτηρισμός ενός κράματος στο οποίο η περιεκτικότητα ενός από τα συστατικά του είναι μεγαλύτερη τής ευτηκτοειδούς αναλογίας 2. φρ. «υπερευτηκτοειδής χάλυβας» (μεταλργ.) χάλυβας με περιεκτικότητα 0,9% 1,3% σε άνθρακα, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”